ἀσφαλεστέρᾳ

ἀσφαλεστέρᾳ
ἀσφαλεστέρᾱͅ , ἀσφαλής
not liable to fall
fem dat comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλεστέρα — ἀσφαλεστέρᾱ , ἀσφαλής not liable to fall fem nom/voc/acc comp dual ἀσφαλεστέρᾱ , ἀσφαλής not liable to fall fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλέστερα — ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστέρας — ἀσφαλεστέρᾱς , ἀσφαλής not liable to fall fem acc comp pl ἀσφαλεστέρᾱς , ἀσφαλής not liable to fall fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀσφαλέστερα — ἀσφαλέστερα , ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστέραν — ἀσφαλεστέρᾱν , ἀσφαλής not liable to fall fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • παρακομιδή — ἡ, Α [παρακομίζω] 1. μεταβίβαση, μεταφορά 2. συμπλήρωση 3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῑς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῡ πόρου», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”